Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Συνεχίζω την ιστορία...

Για τους μαθητές της Α΄ Γυμνασίου
Με αφορμή την ανάγνωση του γνωστού διηγήματος του Α. Τσέχωφ, Ο Βάνκας,γράψτε μία δική σας εκδοχή του τέλους της ιστορίας, ρεαλιστική, αστεία, συγκινητική...Περιμένω τα κείμενά σας. 

22 σχόλια:

  1. Ύστερα ξύπνησε απότομα και λυπήθηκε που ήταν όνειρο. Όμως νόμιζε ότι το όνειρο του θα πραγματοποιηθεί. Πέρασαν τρεις μέρες και ακόμα να εμφανιστεί ο παππούς του. Ήταν πολύ λυπημένος. Ξαφνικά είδε έναν κύριο με άσπρα μαλλιά, κοντό και λεπτό.Αμέσως αυτός ο κύριος τον κοίταξε και τον αγκάλιασε με όλη του την ψυχή. Εκείνος τον ρώτησε: Ποιος είστε κύριε, σας ξέρω; Εκείνος απάντησε: Φυσικά και με ξέρεις είμαι ο παππούς σου.Δεν πίστευε στα μάτια του.Έλαμψε από ευτυχία και είπε: Επιτέλους σε βρήκα.Ο παππούς λέει: Ναι αγόρι μου, αλλά τώρα πάμε γιατί θα χάσουμε το τρένο.
    ΑΠΟ ΝΕΝΔΟ ΤΑΣΟ, Α1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το όνειρο όμως του Βάνκα δυστυχώς δεν βγήκε αληθινό. Ο παππούς του δε διάβασε ποτέ το γράμμα του. Δεν πρόλαβε… Αρρώστησε βαριά και έφυγε από τη ζωή. Όμως ο Βάνκας στάθηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Το γράμμα πήγε από χέρι σε χέρι. Όλοι στο χωριό ήταν συγκινημένοι με τη ζωή του μικρού, αλλά κανένας δε μπορούσε να κάνει κάτι. Η ευθύνη ήταν μεγάλη. Μόνο η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήγε λοιπόν στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν και ζήτησε να της δώσουν τον μικρό Βάνκα για να δουλέψει γι΄αυτήν, με το αζημίωτο. Ο Βάνκα ήταν το πιο ευτυχισμένο παιδί! Το μαρτύριό του τελείωσε….

    Βαρελτζής Γεώργιος-Σκαρλάτος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ο Βάνκας ξύπνησε από ένα απαλό χάδι. Η γατούλα του η Μούρκα που την είχε συντροφιά της τις ώρες που δεν δούλευε. Ήταν μόνη παρηγοριά του η πιο γλυκιά παρέα στην τρελή εκείνη πόλη. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε μια πραγματικότητα διαφορετική από αυτήν που απολάμβανε στο όνειρό του. Ωστόσο πίστευε πως τα πράγματα θα αλλάξουν σύντομα. Το επόμενο πρωί ήταν ένα συνηθισμένο, σαν αυτά των άλλων ημερών: δουλειά, περαστικοί, πελάτες, τρελοί ρυθμοί, κούραση. Παρ’ όλα αυτά ο Βάνκας ήταν σε αναμονή μιας έκπληξης. Άσχετα που τα γράμμα του δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει στον προορισμό του με τη διεύθυνση που έγραφε: «Στον παππού μου στο χωριό». Σε ποια από τα εκατοντάδες χωριά τις χώρας; Σε ποιον από τόσους παππούδες με όνομα Αλεξέι Μακαριτς; Το μυαλό του συνέχιζε το όνειρο, ακόμα και όταν δεν κοιμόταν: να επιστρέψει στην αγκαλιά του παππού του. Η μέρα εκείνη δεν ήρθε ποτέ. Ο Βάνκας μεγάλωσε για πολλά χρόνια ακόμα, δουλεύοντας σε εκείνο το τσαγκάρικο. Μάζεψε χρήματα και κατάφερε να σπουδάσει . Έγινε σπουδαίος νεαρός, αλλά δεν ξέχασε ποτέ το χωριό του. Όταν το επισκέφτηκε, δεν ζούσαν πια ούτε ο παππούς του, ούτε οι γείτονες. Μόνο κάτι παιδάκια στην αυλή τον κοιτούσαν περίεργα. Τους χαμογέλασε γλυκά, με μια νοσταλγία για τα παιδικά του χρόνια...

    Έλεν Ανανιάν
    Α'1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο ρουφηγμένο από την κούραση πρόσωπό του.
    Ξημέρωσε.Οι παιχνιδιάρικες ακτίνες του ήλιου τον χάιδεψαν . Ήταν Χριστούγεννα!Πετάχτηκε από το κρεβάτι,φόρεσε την γουνίτσα του και βγήκε έξω.Έκανε κρύο.Το χιόνι έπεφτε στη γη και της δημιουργούσε ένα λευκό,απαλό πέπλο.Τα δέντρα ήταν κατάλευκα λες και είχαν πασπαλιστεί από ζάχαρη άχνη.Θυμήθηκε τους λαχταριστούς κουραμπιέδες, τα γεμάτα σιρόπι μελομακάρονα και τα καλούδια που του κερνούσε η δεσποινίς Όλγα Ιγκάτιεβνα , στο χωριό , τα Χριστούγεννα. Τη γεμιστή γαλοπούλα, που η μυρωδιά της του τρυπούσε τη μύτη .
    Σύντομα θα ήταν εκεί με τον πολυαγαπημένο του παππού!
    ...
    Δύο μέρες μετά τη νύχτα των Χριστουγέννων ο ταχυδρόμος χτύπησε την πόρτα .Ο Βάνκας έτρεξε να ανοίξει , το αφεντικό δεν έπρεπε να το μάθει, γιατί θα τον τουλούμιαζε στο ξύλο!Πήρε το γράμμα και το έκρυψε στον κόρφο του , περιμένοντας το βράδυ , όταν το αφεντικό θα κοιμόταν .
    Και ναι ,ήταν καθισμένος στο κρεβάτι του (εάν μπορεί να θεωρηθεί) και διάβαζε χωμένος στις σκέψεις του .

    Αγαπητέ Βάνκα,
    Με θλίψη έμαθα τα νέα σου. Τα βάσανά που περνάς μου σπαράζουν την καρδιά. Μην ανησυχείς πολυαγαπημένο μου εγγονάκι! Το πρωί, στις 6:00 περίπου, θα βρίσκεται μία άμαξα έξω από το σπίτι.Θα πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός!Ο αφέντης σου δεν πρέπει να καταλάβει τίποτα. Πάρε ότι έχεις μαζί σου.
    Ο παππούς σου

    Ο Βάνκας ξαφνικά είδε ένα φως. Γρήγορα έκρυψε το γράμμα κάτω από το μαξιλάρι και κουκουλώθηκε με την κουρέλα. Ο ύπνος σιγά σιγά άρχισε να βαραίνει τα βλέφαρά του,δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
    Το άλλο πρωί βρισκόταν στην άμαξα χαρούμενος που επιτέλους θα έβλεπε τον παππού του. Τα πέταλα των αλόγων στο παγωμένο έδαφος, σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις του , του δημιουργούσαν μια αίσθηση μαγική. Χάζευε έξω από το παράθυρο . Πέρασαν από βουνά,λίμνες,ποτάμια,πεδιάδες...Και μετά από ώρες έφτασαν!
    Ο Βάνκας όρμησε μέσα στο σπίτι.Οι δούλες και η δεσποινίς Όλγα Ιγκάτιεβνα κάθονταν κάτω από τη σκάλα κοιτώντας το χαλί. Η δεσποινίς Όλγα ανασήκωσε τα μάτια της και είδε το Βάνκα. Έτρεξε και τον αγκάλιασε.
    -Βάνκα μου!Τι κάνεις;Ω, πόσο μεγάλωσες!Ω,Παναγία μου , έχεις αδυνατίσει πάρα πολύ! Έλα να σου βάλω να φας.
    Τον έσπρωξε προς την κουζίνα.
    -Ίσως αργότερα.Πρώτα θέλω να δω τον παππού!
    -Φυσικά χρυσό μου ,πάνω είναι αλλά...
    Πριν τελειώσει καλά καλά την πρόταση ο Βάνκας είχε ήδη ανέβει πάνω.
    -Βάνκα!Βάνκα!Έλα πίσω!
    Αλλά ήταν αργά.Είχε ανοίξει την πόρτα του δωματίου. Είχε μείνει κοκαλωμένος. Ο παππούς του ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, χλωμός,αδύνατος...
    -Βάνκα;Εσύ είσαι;
    -Ναι παππού ήρθα.Εδώ είμαι.
    -Έλα εδώ να σε αγγίξω.
    Τον αγκάλιασε και του είπε:"Χαίρομαι που πρόλαβα να σε δω. Αντίο αγόρι μου!"
    -Παππού,παππού!!
    Η κυρία Όλγα παρατηρούσε από την πόρτα θλιμμένη και ένα δάκρυ κύλησε από τα μεγάλα της καστανά μάτια.
    -Παππού!!
    Ο Βάνκας τον κοίταξε. Περίμενε για ένα λεπτό αλλά τίποτα.Σηκώθηκε , ξάπλωσε δίπλα του " Έρχομαι παππού!" είπε .
    Έκλεισε τα μάτια και έτσι απλά κοιμήθηκε για πάντα!
    Τους θάψανε μαζί , απέναντι από το εκκλησάκι του Αγίου Πέτρου. Ήρθε η άνοιξη ήρθε το καλοκαίρι. Και όλοι ήταν σίγουροι ότι επιτέλους ο Βάνκας ήταν...ευτυχισμένος!!!


    Ζαχαρένια Τσουκαλά
    Α'2

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
    Ο παππούς μόλις διάβασε το γράμμα στεναχωρήθηκε για το πόσο δύσκολα περνούσε ο εγγονός του και για την κακομεταχείριση που δεχόταν από τα αφεντικά του. Αμέσως ο παππούς άρχισε να σχεδιάζει το ταξίδι του για να πάει να πάρει πίσω τον εγγονό του. Έβγαλε εισιτήριο και σε δυο μέρες θα έφτανε στην πόλη για να πάρει πίσω τον εγγονό του. Ο Βανκας αναρωτιόταν και περίμενε άμα ο παππούς του θα πάει να τον πάρει. Ήταν μεσημέρι όταν έφτασε ο παππούς στο μαγαζί που δούλευε ο Βανκας αμέσως τον αναγνώρισε Βανκας έτρεξε και τον αγκάλιασε η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά η χαρά του ήταν απερίγραπτη παππούς και εγγονός ήταν αγκαλιασμένοι για πολλή ώρα. Ο παππούς του είπε να ετοιμάσει τα πράγματα του για να φύγουνε. Ο Βάνκας ετοίμασε τα πράγματα του μαζί με τον παππού του φύγανε για μια καινούρια ζωή!!!
    ΣΟΥΖΑΝΑ
    ΚΟΥΚΑ Α1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Το όνειρο του Βάνκα έγινε πραγματικότητα! Μετά από λίγες εβδομάδες το γράμμα έφτασε στα χέρια του παππού, ο οποίος άρχισε να το διαβάζει στις μαγείρισσες. Μόλις τελείωσε το διάβασμα του γράμματος είχε ήδη πάρει μια μεγάλη απόφαση! Θα πήγαινε να βρει τον εγγονό του. Έτσι, ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι για τη Μόσχα.
    Στη Μόσχα τώρα ο Βάνκας συνέχισε την σκληρή δουλειά στο τσαγκαράδικο, πάντα όμως μέσα του είχε την ελπίδα για τον ερχομό του πολυαγαπημένο του παππού. Ο παππούς πέρασε πολλές δυσκολίες μέχρι να φτάσει επιτέλους στη Μόσχα. Μόλις πάτησε το πόδι του στη Μόσχα συνειδητοποίησε πως όντος ήταν μια πολύ μεγάλη πόλη. Του πήρε δύο μέρες για να βρει το τσαγκαράδικο. Μέχρι που το βρήκε. Μόλις μπήκε μέσα, αντίκρισε το εγγονάκι του, το οποίο καθόταν όρθιο και προσπαθούσε να ζεσταθεί με ένα σπίρτο. Αυτό μόλις είδε τον παππού του, έτρεξε και με δάκρυα στα μάτια και οι δύο αγκαλιάστηκαν όσο πιο σφιχτά μπορούσαν. Ήταν και οι δύο τόσο χαρούμενοι, που ήταν μαζί, αγκαλιασμένοι. Το παιδί είπε στον παππού:
    -Παππού μου, υποσχέσου μου, πως δεν θα με αφήσεις και δε θα με παρατήσεις ποτέ.
    -Ποτέ αγόρι μου, ποτέ! Θα είμαι πάντα δίπλα σου (ανακρίθηκε ο παππούς)
    Τελικά την επόμενη κιόλας μέρα, αποχώρισαν για το χωριό. Μετά από λίγο καιρό έφτασαν. Ο Βάνκας ήταν τόσο χαρούμενος και ευτυχισμένος που ποτέ δεν πίστευε πως μπορούσε να είναι έτσι. Έζησε μαζί με τον παππού του για αρκετά χρόνια ακόμη, ευτυχισμένοι και αγαπημένοι!

    Μαριλένα Χονδροπούλου Α2

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Το επόμενο πρωί, σηκώθηκε με μια κρυφή χαρά πως ο παππούς του θα έρθει να τον πάρει από εδώ. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του, και αμέσως ακούστηκε η φωνή του Αλιάχιν να του φωνάζει «Βάνκα! Σήκω θα αργήσεις στο μαγαζί, δεν θα χάσω πελάτες εξαιτίας σου!». Ο Βάνκας μισοκοιμισμένος, σηκώθηκε από το κρεβάτι του, έβαλε τα ρούχα του, κι έφυγε για το μαγαζί. Έξω έβρεχε, κι αυτός είχε πολλά παπούτσια να ετοιμάσει, που σήμαινε πως μάλλον θα χρειαστεί να μείνει μέχρι αργά στο μαγαζί για να τα τελειώσει. Κι όμως, μέσα του ένιωθε μια τεράστια χαρά κι ανυπομονησία γιατί ήταν σίγουρος πως ο παππούς του θα έρθει να τον πάρει από αυτό το μέρος και θα τελειώσει επιτέλους ο εφιάλτης του.
    Κι ενώ ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, μπήκε στο μαγαζί μια πανέμορφη γυναίκα κι με ένα υπέροχο χαμόγελο χαιρέτησε τον Βάνκα.
    -«Γεια σου» του είπε.
    -«Γεια σας, τι θα θέλατε;»
    -«Τα παπούτσια μου χάλασαν και θέλουν οπωσδήποτε επιδιόρθωση»του απάντησε, πάντα, με ένα χαμόγελο.
    -«Βεβαίως, γράψτε εδώ το τηλέφωνο και το ονοματεπώνυμο σας και θα σας τηλεφωνήσουμε όταν θα είναι έτοιμα».
    Κι αφού άφησε το τηλέφωνο αλλά και το ονοματεπώνυμο της ρώτησε απορημένη τον Βάνκα.
    -«Εσύ, είσαι συγγενής του ιδιοκτήτη;»
    -«Όχι, είμαι απλά υπάλληλος. Ξέρετε ο κύριος Αλιάχιν με φιλοξενεί στο σπίτι του με μοναδικό όρο να δουλεύω στο μαγαζί»
    -«Και οι γονείς σου;» ρώτησε η γελαστή κυρία, που φαίνεται πως μετάνιωσε την ερώτηση της.
    -«Ξέρεται είμαι ορφανός» απάντησε με μια φανερή λύπη στο πρόσωπο του.
    Η Κατερίνα, έτσι λέγανε την κυρία αυτή, χαμογέλασε στον Βάνκα και του είπε.
    -«Μην ανησυχείς, θα φροντίσω να μην χρειάζεται να δουλέψεις για να ζήσεις»
    Και έφυγε με μία σιγουριά.
    Εκείνο το βράδυ, ο Βάνκας, σκεφτόταν μόνο τα λόγια της Κατερίνας. Ούτε τον παππού του, που δεν είχε φανεί εκείνη την ημέρα ούτε την δουλεία που τον περίμενε την άλλη μέρα. Τίποτα. Κι έτσι ενώ ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, χωρίς να το καταλάβει, είχε ήδη κοιμηθεί.
    Οι μέρες πέρασαν και ο παππούς του Βάνκα δεν είχε φανεί. Ούτε και η Κατερίνα. Ο Βάνκας άρχισε να πιστεύει πως θα μείνει να δουλεύει για τον Αλιάχιν για πάντα, αλλά η Κατερίνα με δύο κύριους που μπήκαν στο μαγαζί, άλλαξαν την ζωή του για πάντα.
    Ο Βάνκας είναι δεκαπέντε χρονών τώρα. Μεγάλωσε με την Κάτερίνα, η οποία δεν είχε παιδία και μόλις είδε πως συμπεριφέρονταν σε ένα μικρό παιδί κάποιοι άνθρωποι, φρόντισε να τον πάρει μακριά τους με την βοήθεια του νόμου, φυσικά. Φρόντισε λοιπόν στην αρχή να τιμωρηθούν οι άνθρωποι αυτοί και έπειτα να βρει ένα καλό σπίτι για τον Βάνκα. Ενώ έψαχνε όμως σκέφτηκε πόσα έχει περάσει αυτό το παιδί, πράγματα που κανείς δεν ξέρει, πράγματα που θέλει να μάθει και να τον βοηθήσει να τα ξεχάσει για να γίνει η ζωή του, μια φυσιολογική ζωή κάθε παιδιού. Αποφάσισε λοιπόν να τον υιοθετήσει, μια απόφαση που δεν θα μετανιώσει ποτέ, καθώς και οι δύο βρήκαν αυτό που έψαχναν, η Κατερίνα ένα παιδί, κι ο Βάνκας…αγάπη.



    Καραθανάση Μαρία,Α1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Το επόμενο πρωί το αφεντικό του γύρισε από την εκκλησία και τον σκούντηξε με δύναμη για να ξυπνήσει. Ήταν Χριστούγεννα, μέρα αγάπης, αλλά γι’ αυτόν δεν υπήρχε ξεκούραση. Ο Βάνκας σηκώθηκε, τι να κάνει! Μέσα του όμως ήθελε να φύγει, μακριά από το τσαγκαράδικο. Να πάει πίσω στον παππού του, εκεί όπου όλοι τον αγαπούσαν, εκεί όπου περνούσε πραγματικά καλά. Σήμερα που ήταν Χριστούγεννα φανταζόταν το σπίτι, που δούλευε ο παππούς του, να είναι στολισμένο και γεμάτο με καλούδια. Ένιωθε την μυρωδιά από τη γαλοπούλα που ψηνόταν στο φούρνο να του σπάει τη μύτη. Αυτά φανταζόταν καθώς έκανε τις αγγαρείες του αφεντικού του και μέσα του έκλαιγε. Ξαφνικά άκουσε έναν ντελάλη να ανακοινώνει την τελευταία παράσταση ενός τσίρκου για σήμερα το βράδυ. Τότε του ήρθε μια ιδέα, να το σκάσει με το τσίρκο. Ο Βάνκας δεν μπορούσε να περιμένει άλλο πια, πότε θα έρθει ο παππούς του να τον σώσει. Αποφάσισε λοιπόν με το τέλος της παράστασης να κρυφτεί ανάμεσα στα πράγματα του τσίρκου. Τη νύχτα λοιπόν που το αφεντικό του θα έφευγε για το σπίτι, αυτός θα πήγαινε κρυφά στο τσίρκο. Ήταν η τελευταία του ευκαιρία.
    Το βράδυ ο Βάνκας έπεσε να κοιμηθεί, κουκουλώθηκε με την κουρελιασμένη κουβέρτα και έκανε πως κοιμόταν. Μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, σηκώθηκε αργά, αργά, και αφού βεβαιώθηκε ότι το αφεντικό του είχε απομακρυνθεί, έβαλε τα τρύπια παπούτσια του και την ξεσκισμένη γουνίτσα του, άνοιξε την πόρτα και μέσα στο κρύο και την παγωνιά πήρε το δρόμο για το τσίρκο. Όταν έφτασε κάθισε έξω από την μεγάλη και χρωματιστή τέντα και περίμενε. Προσπαθούσε να βρει με ποιο τρόπο θα τρυπώσει στις άμαξες του τσίρκου και σε ποιο μέρος θα κρυβόταν, χωρίς να τον δει κανένας. Παρατηρώντας με προσοχή που πήγαιναν οι ακροβάτες εντόπισε το κατάλληλο μέρος, έτρεξε γρήγορα και τρύπωσε κρυφά σε μία άμαξα χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα.
    Ήλπιζε ότι το τσίρκο θα περνούσε και από το χωριό που έμενε ο παππούς του. Έτσι και έγινε, μετά από λίγες ημέρες το τσίρκο πέρασε από το χωριό. Βγήκε γρήγορα και έτρεξε με λαχτάρα στο σπίτι που δούλευε ο παππούς του. Όταν έφτασε τον υποδέχτηκε η κυρία Όλγα Ιγκάτιεβνα. Χάρηκε τόσο πολύ που ξαναείδε τον Βάνκα ,το ίδιο και εκείνος. Αφού αγκαλιάστηκαν, ο Βάνκας ζήτησε να δει τον παππού του. Η κυρία Όλγα Ιγκάτιεβνα του έδειξε την πίσω αυλή. Έτρεξε για να τον συναντήσει. Ήταν εκεί μαζί με τον αγαπημένο του σκύλο τον Χέλη. Αγνάντευε τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησίας του χωριού και σκεφτόταν. Ο Βάνκας έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε σφιχτά, σφιχτά. Ο παππούς του δεν πίστευε στα μάτια του. Το όνειρο του Βάνκα έγινε πραγματικότητα και για τα επόμενα χρόνια έζησαν οι δυο τους μια ευτυχισμένη ζωή.

    ΜΑΡΙΑ ΜΠΑΞΕΒΑΝΟΥ
    Α’1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Την επόμενη μέρα, ο μικρός Βάνκας ξύπνησε από τον ήχο των καμπάνων της μικρής εκκλησιάς. Ήταν περίπου 6:30 ώρα το πρωί και ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να χύνει τις λαμπερές ακτίνες του στη γη. Ανακάθισε. Άρχισε να σκέφτεται το όνειρο που είχε δει την περασμένη νύχτα. Όνειρο περίεργο, που τον μαχαίρωνε στα στήθη, βαθειά μες την καρδία. Ήταν λέει μόνος σε ένα παγκάκι έξω από το τοπικό νεκροταφείο και έκλεγε. Ξαφνικά ένιωσε ένα ζεστό άγγιγμα στον αριστερό του ώμο. Γύρισε, όμως πίσω του δεν ήταν κανείς. Μετά άκουσε έναν περίεργο θόρυβο, σαν θρόισμα των φύλλων. Έκανε να δει όμως ξανά κανείς δεν ήταν εκεί. Απελπισμένος ο Βάνκας άρχισε να ξανακοιτά την είσοδο του νεκροταφείου. Ξαφνικά από την σκουριασμένη πορτούλα πρόβαλε κάποιος. Ένας άνθρωπος με μορφή γνώριμη … Ήταν ο παππούς του !! Ο Βάνκας αμέσως έτρεξε στην αγκαλιά του. Όμως τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο δεν μπόρεσε να τον αγγίξει. Η μορφή του παππού δεν ήταν πια ανθρώπινη. Έμοιαζε περισσότερο σαν πνεύμα ή ίσως και άγγελο. Τότε ο μικρός είπε στον παππού του με έναν θλιμμένο τόνο στη φωνή :
    - Παππούλη μου αγαπημένε… γιατί δεν μπορώ να σε αγγίξω;
    -Αχ μικρό μου εγγονάκι, αναστέναξε ο παππούς. Πρέπει να σου ανακοινώσω κάτι πολύ, πολύ θλιβερό….. βλέπεις… χμ, πέθανα.
    -Τι ;; Μα… Πως; Απ… από τι;, ρώτησε κλαίγοντας.
    -Μικρούλη μου, αθώε Βάνκα. Έλα να περπατήσουμε μαζί για λίγο.
    Ο Βάνκας ακολούθησε.
    -Λοιπόν η αλήθεια είναι ότι εδώ και περίπου έξι μήνες , αν δεν κάνω λάθος με επιβάρυνε μια πολύ βαριά ασθένεια : ο καρκίνος.
    -Ο.. ο καρκίνος είπες ; αναφώνησε με έναν αναστεναγμό.
    -Ναι, ναι. Και δυστυχώς όπως μπορείς και εσύ να δεις απεβίωσα.
    -Μα… μα… μα εγώ έκανα τόσα όνειρα για μας. Αν ήσουν ζωντανός, αν μου είχες πει για την αρρώστια, θα ερχόμουν αμέσως κοντά σου και θα το παλεύαμε μαζί … και οι δυο. Θα δούλευα όλη την ημέρα σαν το σκυλί και θα σε πήγαινα στους καλυτέρους γιατρούς όλου του κόσμου. Γιατί δεν μου το είπες παππούλη μου; Γιατί;
    -Δεν ήθελα να πληγώσω το μικρό μου αγοράκι…, είπε ο παππούς με δάκρυα στα μάτια. Άκουσε με τώρα ο λόγος που ήρθα στο όνειρο σου είναι ο εξής: κατ’ αρχήν σου έχω αφήσει ένα τεράστιο ποσό στην τράπεζα , αλλά αυτό θα στο ανακοινώσουν αύριο στις 12 το μεσημέρι. Εγώ θέλω να σου πω ότι η τελευταία μου επιθυμία είναι να ακολουθήσεις τα όνειρα σου, όσο τρελά κι αν είναι αυτά. Επίσης θέλω να ξέρεις ότι θα σ’ αγαπάω για πάντα.. και αυτά. Τώρα όταν ξυπνήσεις θέλω να πιστέψεις ότι αυτό το όνειρο είναι πέρα για πέρα αληθινό γιατί ουσιαστικά αυτή είναι η αλήθεια. Σε αποχαιρετώ λοιπόν αγαπημένε μου εγγονούλη …
    Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά όταν πλέον ο Βάνκας τελείωσε να αναλύει το όνειρό του. Ήθελε να το πιστέψει άλλα δεν ήταν δυνατό. Ο πολυαγαπημένος του παππούς νεκρός? Προσπάθησε να ξεχαστεί γυαλίζοντας παπούτσια, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει να ξεχάσει το όνειρο αυτό. Ξαφνικά άκουσε βήματα. Κοίταξε το ρολόι η ώρα ήταν 12 το μεσημέρι. Πανικοβλήθηκε. «Λες να βγει αληθινό αυτό που μου είπε ο παππούς;» αναρωτήθηκε. Ο άντρας αυτός ήταν ντυμένος στα μαύρα. Πλησίασε τον Βάνκα και τον ρώτησε ευγενικά:
    -Αγοράκι μου. Εσύ είσαι ο Βάνκας Ζούκοφ ;
    - Ναι κύριε. Τι μπορώ να κάνω για σας;
    Τότε ο κύριος Ιγκόρ, έτσι έλεγαν τον άντρα με τα μαύρα, άρχισε να λέει στον Βάνκα, όλα αυτά που του είχε πει ο παππούς στο όνειρό του.


    24 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ


    Μια άγνωστη σε όλους οικογένεια πρόβαλε στην είσοδο του χωρίο που ζούσε ο Βάνκας μέχρι το 8ο έτος της ηλικίας του. Η οικογένεια αυτή αποτελούνταν από τέσσερα μέλη: από ένα ανδρόγυνο και τα δίδυμα κοριτσάκια τους. Τα παιδιά φαίνονταν να ήταν στην ηλικία των 7 ετών και το ανδρόγυνο περίπου 30 – 35 χρονών. Η οικογένεια κατευθύνθηκε στο παλιό νεκροταφείο και στάθηκε μπροστά από έναν τάφο που έγραφε με σκαλιστά γράμματα:

    Μακάριτς Κωσταντής
    Απεβίωσε 2 Ιανουαρίου 1880

    Τότε όλοι κατάλαβαν ότι αυτή ήταν η οικογένεια του Βάνκα. Από τότε και στο εξής έζησαν όλοι μαζί, η οικογένεια, στο σπίτι στο χωρίο ευτυχισμένη για πολλά.. πολλά χρόνια ακόμα.
    Ναυσικά Αποστολίδου
    A'1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Ο Βάνκας

    …Ο παππούς διαβάζει το γράμμα στις δούλες. Το πρόσωπο του παύει να ΄ναι γελαστό, τα μάτια του σοβαρεύουν κι η φωνή του χαμηλώνει, σβήνει, καθώς τον πνίγει το παράπονο του αγαπημένου του εγγονού. Πετάγεται πάνω και τυλιγμένος με τη φαρδιά του προβατόγουνα κινεί για τη μεγάλη πολιτεία. Το δίχως άλλο σύντομα θα ‘ναι κοντά του και μέσα στη ζεστή του αγκαλιά θα ξεχάσει τα βάσανά του. Να, λίγο ν’ απλώσει το χέρι και θα τον αγγίξει….
    Μα ένα άλλο χέρι κρύο, δυνατό σαν τανάλια, τον αρπάζει από τα μαλλιά κι η φωνή στ’ αυτιά του ηχεί σαν μαστίγιο. Μισανοίγει τα μάτια του ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές. Μπροστά του στέκει ο Αλιάχιν έτοιμος να τον ρημάξει στο ξύλο, μιας κι άργησε να ξυπνήσει. Το μαυρισμένο εικόνισμα στην γωνία τον κοιτάζει αυστηρά, τον μαλώνει που τόλμησε να παραβεί την εντολή του αφεντικού του. Το μικρό στηθάκι φουσκώνει, ανεβοκατεβαίνει, τον πιάνει το παράπονο κι ένας λυγμός ξεφεύγει. Μα δεν πειράζει. Σε λίγες μέρες θα έρθει ο παππούς του και θα τον πάρει μακριά.
    Οι μέρες κυλούν αργά, βασανιστικά. Δυο μάτια παιδικά καρφωμένα στην πόρτα ακολουθούν το δρόμο που πηγαίνει από τη Μόσχα στο χωριό. Ο Βάνκας αναστενάζει βαθιά και στυλώνει το βλέμμα στο παράθυρο. Ο καιρός περνάει μα κανένα νέο από τον παππού. Βγαίνει στο δρόμο με την ξεσχισμένη γουνίτσα του και το κασκέτο, τρέχει στη γωνιά με το κουτί για τα γράμματα και περιμένει την τρόικα. Δεν μπορεί, όπου να ‘ναι θα φανεί με τον παππού σβέλτο και ζωηρό να καπνίζει την πίπα του. Τα χέρια του παγώνουν μα εκείνος καρτερεί ακίνητος, αγέλαστος. Δάκρυα καυτά αυλακώνουν το πρόσωπό του. Πώς μπόρεσαν στ’ αλήθεια να τον αφήσουν μόνο του, χωρίς στοργή κι αγάπη. Η φιγούρα της μητέρας του πρώτα κι ύστερα του παππού του ζωντανεύει για λίγο, τρεμοπαίζει στο αμυδρό φως και χάνεται μαζί με τις λιγοστές του ελπίδες. Σκοτάδι απλώνεται τριγύρω και το κρύο σφίγγει. Καθώς τουρτουρίζει αναρωτιέται : «Ποιο ελατάκι έχει σειρά να πεθάνει;»
    Ένα καμπανάκι χτυπάει από μακριά, ρόδες κυλούν, άλογα πλησιάζουν. Μα δεν μπορεί να διακρίνει τίποτα. Μια φωνή ζεστή, οικεία φτάνει στ’ αυτιά του. Ζαλίζεται. Σκουπίζει τα μάτια του και κοιτάζει με έκπληξη στην αρχή. Απλώνει τα χέρια και χάνεται στη ζεστή αγκαλιά του παππού του. Όχι, ο παππούς δεν πήρε το γράμμα. Έμαθε όμως από άλλους πως ο Αλιάχιν, ο τσαγκάρης, ήταν σκληρός, άπονος με τους ψυχογιούς του και δεν το βάσταξε η καρδιά του να ξέρει πως το εγγονάκι του υποφέρει. Παρακάλεσε το λοιπόν τον αφέντη του, τώρα που θα κατέβαινε στη Μόσχα, να τον πάρει μαζί του και να φέρουν πίσω το μικρό Βάνκα. Θα βοηθάει στην κουζίνα, στις δουλειές του σπιτιού και θα κάνει συντροφιά στη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα. Κι όταν θα κάθεται συντροφιά με τον παππού του θα παίζει στη φυσαρμόνικα τ’ αγαπημένα του τραγούδια, χαρούμενος και ξένοιαστος …

    ΚΟΥΛΙΟΥΜΠΑ ΛΙΝA Α1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Ο ΒΑΝΚΑΣ (η συνέχεια)
    ...Ο παππούς θλιμμένος συνεχίζει το διάβασμα του γράμματος πίνοντας το ζεστό του τσάι , που μοσχοβολάει" Πρέπει να κάνω κάτι γρήγορα'', σκέφτεται.
    Σηκώνεται και κόβει νευρικά βόλτες μέσα στο μικρό δωματιάκι.
    Ξαφνικά, έτρεξε κι άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα τις σκάλες του σπιτιού, παρα τα χρονια που βάραιναν τις γέρικες πλάτες του! Δακρυσμένος και με τρεμάμενη φωνή μίλησε στο καλόψυχο αφεντικό του για τα ατέλειωτα βάσανα του μικρού δυστυχισμένου αγοριού. Τέλος του ζήτησε άδεια να πάει να φέρει τον Βάνκα κοντά τους.
    Να γλιτώσει το άμοιρο ορφανό από τον πόνο και το δάκρυ.
    ''Να πας αμέσως και να πάρεις μαζί σου το πιο γρήγορο και δυνατό άλογο που έχουμε'', είπε το αφεντικό, που συμπόνεσε το άτυχο παιδί και τον γέροντα που τόσα χρονια είχε στη δούλεψη του.
    Το κάτασπρο άλογο, με τον παππού στη δυνατή ράχη του, κάλπαζε τώρα ξέφρενα στο δρόμο. Βιάζονταν και οι δυο, παππούς και ζωντανό να φθάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν, κοντά στο μικρό Βάνκα. Το παιδί άκουσε το ποδοβολητό του αλόγου.
    Μια μικρή σπίθα φωτιάς άναψε μέσα του, μια ελπίδα ζωντάνεψε! Ο ήχος ολο και πλησιάζει! Και να που τώρα χτυπάει η πόρτα.
    Ο Αλλιάχιν σαστισμένος από την αναπάντεχη επίσκεψη ανοίγει. Ω! τι έκπληξη και τι χαρά περίμενε τον Βάνκα! Τρέχει γρήγορα στην αγκαλιά του παππού του, που αν και έκανε τόσο κρύο, ήταν τόσο ζεστή. Πάμε, πάμε γρήγορα να φύγουμε, είπε ο παππούς.
    Χαρούμενος ο μικρούς, βάζει τα ζεστά ρούχα που του έστειλε η αγαπημένη του Όλγα και ανεβαίνει στο άλογο. Πάνω στην πιο όμορφη στιγμή ακούγεται η άγρια φωνή του Αλλιάχιν, που ξύπνησε τον Βανκα από το πιο όμορφο όνειρο και έκανε τη χαρά θλίψη.
    Το άτυχο παιδί έβαλε τα κλάματα. Ο άπονος Αλλιάχιν θύμωσε πολύ.
    Οι δουλειές περίμεναν, δεν είχαν χρόνο για κλάματα. Ήταν έτοιμος να χτυπήσει τον Βάνκα.
    Όμως να! Το θαύμα των Χριστουγέννων έγινε. Ακούγεται πραγματικά χτύπημα
    στην παλιά ξύλινη πόρτα.
    Ο Κωνσταντής Μακάριτς στεκόταν, με κατακόκκινα από το κρύο μάγουλα, και περίμενε να του ανοίξουν.
    Ο Βάνκας, σαν από διαίσθηση , έτρεξε προς τα έξω, χωρίς καθόλου να υπολογίσει τον Αλλιαχιν.
    Φωτίστηκε το παιδικό πρωσοπάκι του όταν είδε πραγματικά τον πολυαγαπημένο του παππού, τον δικό του άνθρωπο.
    Χώθηκε στην ολόζεστη αγκαλιά και αφέθηκε εκεί ώσπου να νιώσει τη ζεστασιά και τη θαλπωρή, που τόσο πολύ άδικα του στέρησε η ζωή!
    ΜΠΡΑΣΤΙΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ (Α1)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Ο Βάνκας 2 μηνες μετά κοιτούσε κρυφά κάτω στη πόρτα μηπως και βρει καποιο φακελο.Ο φοβος, η απελπισια και η απογνωση που ειχε οταν εγραφε το γραμμα δωσαν τη θεση τους στη προσμονη, την λαχταρα και την ελπιδα οτι η απαντηση δεν θα αργησει! Οι μηνες ομως περνουσαν... ο 10 χρονος πια Βανκας παρολο τη πεινα, τη διψα και τις προσβολες που βιωνε στο φρικτο τσαγκαραδικο, ειχε πια περισσοτερο πιστη στον εαυτο του."Δεν μπορει ο παππους να με ξεχασε" , "μηπως εγραψα κατι που το στενοχωρησε η τον πιεσε πολυ".Οι σκεψεις τον ταξιδευαν για ωρες οσπου ξαφνικα σηκωνετε και σκεφτετε δυνατα "θα κανω υπομονη.Εγω θα περιμενω παντα με λαχταρα να δω ενα γραμμα απο τον παππου, ομως αν δεν ερθει σε 2 χρονια του δινω τον λογο μου οτι θα ταξιδεψω, θα ψαξω παντου και θα τον βρω.Προσευχομαι και ελπιζω να τον εχει ο θεός γερο μεχρι να τον βρω.Το προσωπο του Βανκα φωτισε.Χαμογελασε λες και καταφερεν να κανει αληθινη τν σκεψη του και χαρουμενος πια συνέχισε την δουλεια.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Ο Βάνκας

    Ο Βάνκας ξύπνησε από το φως του ήλιου που έμπαινε από τις χαραμάδες του παραθύρου. Δεν έτρεξε να δει τα γράμματα που είχε φέρει ο ταχυδρόμος. Είχε πάψει πια να ελπίζει στη σωτηρία από τον παππού του. Ποτέ δεν απάντησε στα γράμματα του. Το τελευταίο γράμμα που του έστειλε ήταν έξι χρόνια πριν. Τον αποχαιρετούσε για πάντα και του έλεγε πως δεν χρειαζόταν πια τη βοήθειά του. Είχε βαρεθεί την ανυπομονησία και την απογοήτευση ενός γράμματος που ποτέ δεν θα έφτανε. Αν τον αγαπούσε πραγματικά ο παππούς του, θα ερχόταν, έστω για να τον δει. Αλλά ποτέ δεν τον επισκέφθηκε. Έτσι, λοιπόν έπαψε να νοιάζεται.
    Ντύθηκε με τα παλιόρουχά του, φόρεσε τα τρύπια του παπούτσια και άνοιξε την πόρτα του «δωματίου» του. Τι δωμάτιο δηλαδή; «Μια τρύπα με κρεβάτι.», όπως συνήθιζε να λέει. Το αφεντικό του, ο κύριος Αλιάχιν, του είχε αναθέσει την αγορά δέρματος για τα «υποδήματα τον κυριών». Σπουδαίος υποδηματοποιός. Όχι τσαγκάρης. Το αφεντικό είχε βαρύ χέρι και σου άστραφτε καμιά, αν τον έλεγες «τσαγκάρη». Αλλά όχι σ’ αυτόν. Ο Βάνκας είχε μεγαλώσει πια. Είχε γίνει άντρας.
    Αυτόν έστελνε τώρα το αφεντικό στην αγορά. Αυτόν έστελνε στην πόλη, να μοιράσει τα λουστρίνια και τα γοβάκια των δεσποινίδων. Τον εμπιστευόταν το αφεντικό.
    Ο Βάνκας εδώ και καιρό είχε κλέψει την καρδιά της υπηρέτριας της Άννας –της κόρης του αφεντικού- της Σοφίας. Η μητέρα της ήταν η μαγείρισσα του σπιτιού και πότε-πότε τον καλούσε στην κουζίνα, αφού είχε ψυλλιαστεί την αγάπη της κόρης της για τον ψυχογιό του Αλιάχιν. Κάτω από τη μητρική της προστασία πίστευε κι η ίδια ότι ο Βάνκας ήταν ένας όμορφος και πανέξυπνος νεαρός. Ήταν γλυκός κι ευγενικός με την κόρη της, περισσότερο κι από την ίδια. Είχε γαλάζια μάτια και καστανόξανθα μαλλιά. Ήξερε γραφή και ανάγνωση. Μάλιστα αυτός είχε μάθει στη Σοφία της να γράφει, αφού η ίδια δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πώς πολλές μουτζούρες, η μία δίπλα στην άλλη, έκαναν μία λέξη. Παρασύρθηκε, όμως και θα έκαιγε το πρωινό της μικρής Άννας και τότε η Σοφία θα έτρωγε όλο το ξύλο. Καθώς ανακάτευε τον χυλό της, τρία γράμματα πέρασαν από τη σχισμή της πόρτας. Η Σοφία, που περνούσε με το δίσκο για το πρωινό της δεσποινίδος έσκυψε και σήκωσε τα γράμματα. Δύο για το αφεντικό από κάποιον, μάλλον πλούσιο συγγενή, και το τρίτο… Για τον Βάνκα. Η Σοφία το έκρυψε κρυφά κάτω από την άσπρη ποδιά της. Θα το έδινε η ίδια στον Βάνκα. Κι αυτός θα την ευχαριστούσε κοιτάζοντάς την με τα τεράστια γαλανά του μάτια. Πήρε το δίσκο και ανέβηκε στο δωμάτιο με το κεφάλι της σκυφτό, σκεπτόμενη τη χαρά που θα έδινε στο Βάνκα η κατοχή αυτού του γράμματος.
    Την ίδια στιγμή ο Βάνκας αγόραζε από τον ταμπάκη δέρματα για τον τσαγκάρη. Τον έκαιγε κάτι. Ένα κακό προαίσθημα, όπως έλεγε η μικρή Σοφία, η γλυκιά υπηρέτρια της δεσποινίδας Άννας. Η Σοφία είχε μπιρμπιλωτά πράσινα, σαν τα σμαράγδια μάτια και καστανά μαλλιά. Η αλήθεια είναι ότι δεν γνώριζε το μήκος των μαλλιών της, αφού πάντα τα είχε μαζεμένα σε έναν κότσο, έτσι ώστε να μην πέφτουν στα μάτια της, όταν έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Φορούσε πάντα την άσπρη της ποδιά πάνω από το μαύρο φόρεμα κι όμως κάθε φορά ήταν σαν να άλλαζε και να γινόταν πιο όμορφη. Ήξερε φυσικά πόσο υπέφερε από το αφεντικό. Το είχε συζητήσει μαζί του. Βασικά του το είχε αναφέρει κι εκείνος του είπε να σωπάσει αλλιώς δεν θα έπαιρνε το μισθό του.
    Φτάνοντας στο σπίτι δεν συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα περπατούσε, αφού το μυαλό του ήταν αλλού. Μπήκε από την πόρτα της κουζίνας κι έπεσε πάνω στην Τατιάνα, τη μαγείρισσα του σπιτιού. Τον καλούσε συχνά για φαγητό… Ήλπιζε να το κάνει και σήμερα, είχε ένα μικρό δώρο για την κόρη της.



    Ολίνα Γιαννοπούλου Α'1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. -Έι, Βάνκα, του είπε, θα μου περισσέψει λίγο βραδινό. Θα ήθελες να φας κι εσύ; Η Σοφία δεν δουλεύει ως το βράδυ. Η μικρή θα πάει στις ανιψιές του Αλιάχιν.
    Της έγνεψε «ναι» κι έφυγε για το τσαγκαράδικο. Ανυπομονούσε…
    Μόλις το αφεντικό τέλειωσε και το τελευταίο λουστρίνι, σηκώθηκε και πέταξε τα κλειδιά στο Βάνκα. «Κλείδωσε», του έγνεψε κι έφυγε. Περίμενε, μέχρι να στρίψει. Βγήκε από το μαγαζί, έλεγξε για χιλιοστή φορά το μικρό κουτάκι μέσα στο σακάκι του και κλείδωσε τρεις φορές. Θα πήγαινε από τον άλλο δρόμο. Δεν θα ήταν ευχάριστο να συναντήσει το αφεντικό στη μέση του δρόμου. Έτρεξε… Λίγο ακόμα… Ένα στενό ακόμα… Έστριψε… Άνοιξε την πόρτα… Το σπίτι ήταν άδειο… Μα πού ήταν όλοι; Άναψε το λυχνάρι της κουζίνας… Βρήκε δύο γράμματα. Τα πήρε στα χέρια του. Το πρώτο ήταν από τη Σοφία.

    « Αγαπημένε μου Βάνκα,
    ο Αλιάχιν αποφάσισε να πάμε στις ανιψιές του όλοι μαζί. Νομίζω θέλει να μας πουλήσει στον ξάδερφό του και να πάρει άλλες για τις δουλειές. Η μάνα μου λέει γέρασε. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Δεν μπορεί, λέει, την ξεροκεφαλιά μου. Μου είπε ότι είμαι αχάριστη και άχρηστη. Δεν μπόρεσα κι εγώ. Του τα είπα ένα χεράκι. Κι όταν βρήκε και το γράμμα… Ευτυχώς που δεν ήσουν εδώ. Σου έχω ένα δώρο. Σήμερα κάποιος έστειλε γράμμα σε εσένα. Το κρατούσα, για να στο δώσω στο βραδινό αλλά… Αντίο αγαπημένε μου…
    Σοφία»

    Με βουρκωμένα τα μάτια άνοιξε το δεύτερο γράμμα.

    « Αγαπητέ μου Ίβαν,
    είμαι η Όλγα Ιγκνάτιεβνα. Δεν ξέρω αν με θυμάσαι. Η μητέρα σου δούλευε στο σπίτι μας όταν ήσουν μωρό κι όταν ήσουν αγοράκι ακόμα. Ύστερα ο παππούς σου σ’ έστειλε στον Αλιάχιν και δεν ξανακούσαμε για σένα ποτέ. Ο καημένος ο παππούς σου στεναχωρήθηκε που ποτέ δεν του έγραψες. Μάλλον πίστευε ότι ήσουν ευτυχισμένος στη Μόσχα , γι’ αυτό και ποτέ δεν σου έγραψε. Ελπίζω να είσαι καλά, είμαι σίγουρη ότι αναρωτιέσαι γιατί σου γράφω. Ο παππούς σου, Βάνκα, πέθανε. Η καρδιά του σταμάτησε. Ο γιατρός είπε ότι ήταν από τα γερατειά, όμως ποτέ δεν αρρώστησε, ούτε καν έβηξε. Μόνο από το πολύ γέλιο. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος κι όλο μιλούσε για σένα. Έκλαψα πολύ για τον Κωνσταντή Μακάριτς. Ήταν καλός κι ευγενικός με όλους. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του.

    Όλγα Ιγκνάτιεβνα»


    Ο Βάνκας δεν μπορούσε να καταλάβει. Τόσα γράμματα, τόσες ώρες, τόση προσοχή για το τίποτα. Ο παππούς δεν πήρε ποτέ κανένα του γράμμα; Μα γιατί; Και τώρα η μόνη οικογένεια σε όλη την Ρωσία είχε πεθάνει; Πώς και γιατί; Ο μόνος άνθρωπος που τον αγαπούσε…ήταν νεκρός. Γιατί να πάνε όλα προς την καταστροφή; Ευχόταν να μην ήταν αλήθεια, να ήταν όλα όνειρο. Έχασε και τη Σοφία και τον παππού…
    Σηκώθηκε και έτρεξε στο δωμάτιό του. Άρπαξε τα ελάχιστα πράγματα που του ανήκαν και τα έβαλε σε ένα σάκο. Θα πήγαινε πίσω στο χωριό. Θα δούλευε σαν τσαγκάρης και θα μάζευε χρήματα, για να πάρει πίσω τη Σοφία. Τα χρήματά του ήταν αρκετά για εισιτήρια τρένου. Θα πήγαινε στην Όλγα και θα της ζητούσε βοήθεια. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Η καρδιά του πονούσε με τις αλλαγές…Όλα θα έφτιαχναν. Θα έγραφε στη Σοφία να τον περιμένει. Και θα τον περίμενε. Το ήξερε ότι θα τον περίμενε…

    2o μέρος
    Ολίνα Γιαννοπούλου Α'1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Βάνκας
    Μετά από λίγη ώρα ξύπνησε τρομαγμένος .Δεν ήξερε γιατί .Είχε ένα κακό προαίσθημα .Ξύπνησε ακριβώς την ώρα που πηγαίνει στη δουλειά με μια μικρή καθυστέρηση των δέκα λεπτών. Τον περίμενε πολύ δουλειά στο τσαγκαράδικο .Το ίδιο πρωί έκανε ότι έκανε κάθε μέρα, μόνο που τον άφησαν να φύγει νωρίτερα. Το βραδάκι έφτασε ο τελάλης και φώναζε:
    -Προσοχή !Προσοχή ! Σας ενημερώνω ότι τα τελευταία γράμματα που στείλατε προς τις βόρειες περιοχές της Ρωσίας θα παραμείνουν μερικές ημέρες στο ταχυδρομείο, διότι τα μεταφορικά μέσα που έμελλε να στείλουν τα γράμματα που επιθυμούσατε να σταλθούν ,αδυνατούν να αναχωρήσουν προς της περιοχές αυτές λόγω της δυνατής χιονόπτωσης .
    Στεναχωρήθηκε για λίγο αλλά τον παρηγόρησε το ότι είχε στείλει κι άλλα γράμματα και ο παππούς του θα είχε νέα από αυτόν. Μετά από λίγες ημέρες έφτασε με καθυστέρηση δυο εβδομάδων ένα γράμμα από τον κ. Μακάριτς .Ο μικρός Βάνκας το ανοίγει το γράμμα ανυπόμονα περιμένοντας νέα από τον παππού του .Το γράμμα έλεγε :
    « Αγαπημένε μου Βάνκα, τον τελευταίο καιρό κάνει πολύ κρύο στην πόλη όπου ζω. Πολλοί γνωστοί μου έχουν πεθάνει από την παγωνιά και από το χιόνι. Έχω πάρει μερικά από τα γράμματα που έστειλες και θέλω να γνωρίζεις πως λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να σου συμπαρασταθώ από κοντά .Το μόνο νέο που έχω είναι ότι είμαι λίγο άρρωστος . Μην ανησυχείς όμως, σχεδιάζω να σε επισκεφτώ σύντομα! Αντίο!
    Τώρα ο Βάνκας ξέσπασε σε κλάματα .Έκλαιγε σπαραχτικά .Ένιωθε τόσο μοναξιά. Τι θα γινόταν αν πάθαινε κάτι ο παππούς του ; Πήρε το θάρρος και
    Πήγε στο αφεντικό του να του ζητήσει άδεια .Δεν το έχει ξανακάνει. Χτυπώντας την πόρτα, μπήκε.
    -Θα ήθελα να σας ζητήσω μια χάρη .είπε με τρεμάμενη φωνή.
    -Ορίστε! Του μίλησε για πρώτη φορά ευγενικά και τον καθησύχασε.
    -Θα ήθελα δύο ημέρες άδεια ,αν μου το επιτρέπεται !
    - Πού θα ήθελες να πας ;Τον ρώτησε!
    -Θα ήθελα να επισκεφτώ τον παππού μου !Είπε και ξέσπασε σε κλάματα
    - Επίτρεψέ μου να σε πάω με το αμάξι μου !Του προσφέρθηκε.
    Αφού του διάβασε το γράμμα ,το αφεντικό του τού ανακοίνωσε ότι ξεκινάνε αμέσως . Μετά από ώρες ταξιδιού ,αναγνώρισε κάπου στο βάθος το σπιτάκι του παππού του . Δεν άντεξε βγήκε από το αμάξι έτρεξε προς την πόρτα. Μπήκε στο σπίτι και ήταν άδειο και είδε ένα γράμμα με τη διεύθυνσή του .Το γράμμα έγραφε ;«ΖΗΤΩ ΣΥΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ ! ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕΙΣ !» Τότε ο Βάνκας δεν ήξερε τι να κάνει. Πάγωσε. Ρίγησε. Ήταν μικρός για να καταλάβει κι όμως .Τον πλησίασε το αφεντικό του .Τον είδε λυπημένο……..Μετά από δύο ημέρες επέστρεψαν. Δεν το συζήτησαν. Μόνο που ο Βάνκας από εδώ και πέρα είχε μία οικογένεια να το φροντίζει όσο κανείς ,το αφεντικό του!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Το τέλος του Βάνκα..
    Ο Βάνκας συνέχισε να κοιμάται.. Εκείνη την ώρα πέρασε και ο ταχυδρόμος και πήρε τους φακέλους από το κουτί και έφυγε με το ποδήλατό του. Μετά από λίγο όμως ξαναήρθε προβληματισμένος. Συνάντησε κάποια παιδιά και τα ρώτησε μήπως έστειλαν κάποιο γράμμα εκείνη την ημέρα χωρίς να γράψουν την διεύθυνση και τον τόπο που στέλνουν το γράμμα πάνω στον φάκελο αλλά δυστυχώς η απάντηση τους ήταν όχι. Ο ταχυδρόμος γύρισε όλες τις γειτονιές της περιοχής, ρωτούσε τον κόσμο αν έστειλε αυτόν τον φάκελο αλλά μάταια. Έτσι αποφάσισε να φύγει.. Ξαφνικά όμως είδε τον Βάνκα που μόλις είχε ξυπνήσει αγχωμένος από το όνειρο του και σκέφτηκε να τον ρωτήσει και αυτόν. Τελικά ο φάκελος αυτός ήταν του Βάνκα.. αλλά δεν ήξερε σε ποιο χωριό έμενε ο παππούς του, σκέφτηκε όμως πως τα αφεντικά του ήξεραν. Ο ταχυδρόμος του είπε να πάει να τον ρωτήσει αλλά ο Βάνκας φοβήθηκε πως δεν θα του το έλεγαν. Γιατί άλλωστε να τον αφήσουν να φύγει; Αλλά τι να κάνει και ο Βάνκας ήθελε πολύ να έρθει ο παππούς του να τον πάρει και να μείνουν μαζί.. Πήρε θάρρος λοιπόν και πήγε και ρώτησε τον Αλιάχιν. Τελικά, του είπε πως το χωριό είναι το Πόντολσκ. Χωρίς να προλάβει όμως να τον ρωτήσει γιατί ήθελε να μάθει το όνομα του χωριού, ο Βάνκας άρπαξε μια πένα, την βούτηξε στο καλαμάρι, έτρεξε έξω και έγραψε στον φάκελο ‘’Πόντολσκ’’.
    Μετά από δύο εβδομάδες ο παππούς του Βάνκα ήρθε και τον πήρε κρυφά από το αφεντικό του και πήγαν να ζήσουν μαζί στο χωριό ευτυχισμένοι..!

    Ειρήνη Καραογλανίδου Α1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. Ο παππούς διαβαζει το γραμμα στις δουλες και ο Χελης φερνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του γιατ'ι είδε τον παππού να είναι αποφασισμένος να πάει στη Μόσχα για να πάρει τον Βάνκα.Στο ταξίδι ο παππούς αντιμετωπίζει αρκετές δυσκολίες λόγω του καιρού και λόγω της μεγάλης ηλικίας του.Όμως τελικά τις ξεπερνάει όλες.Μετά από πολλές ώρες φτάνει στη Μόσχα.Του έκανε εντύπωση η Μόσχα γιατί δεν είχε ξαναπάει σε τόσο μεγάλη πόλη.Ο παππούς ρωτούσε όποιον έβρισκε μπροστά του για να του δώσει πληροφορίες για τον Βάνκα αλλά μάταια.Ο παππούς δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια του έτσι νοίκιασε μια γκαρσονιέρα και έμεινε για 2 μήνες.Ο Βάνκας απελπίστηκε τόσο πολύ γιατί νόμιζε ότι ο παππούς του τον έχει ξεχάσει και ότι δεν θα φύγει ποτέ από την Μόσχα.Ο παππούς είχε πάρει μαζί του τον Χέλη ο οποίος δάγκωσε το παπούτσι του παππού.Έτσι ο παππούς έπρεπε να βρεί ένα τσαγκαράδικο για να του επιδιορθώσει το παπούτσι.Ρώτησε τους κατοίκους που μπορεί να βρεί ένα τσαγκαράδικο.Αυτοί τον συμβούλεψαν και αυτός βρέθηκε στο τσαγκαράδικο στο οποίο δούλευε ο Βάνκας.Αγκαλιάζονταν για 5 λεπτά περίπου ,έτσι ο παππούς πήρε τον Βάνκα για να τον πάει στο χωριό.Στο ταξίδι ο Βάνκας αρρώστησε επειδή δεν είχε ζεστά ρούχα.Τελικά όταν φτάσαν ο παππούς τον φρόντισε όσο χρειαζόταν.Έτσι ζούσαν ευτυχισμένοι στο χωριό οι 2 τους μαζί.Και μάλιστα υποσχέθηκαν να μην ξαναχωριστούν ποτέ.



    ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΖΟΓΛΟΥ Α'2

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  19. Την επόμενη μέρα ο παππούς παρέλαβε το γράμμα και το απόγευμα πήγε στο πατάρι,με την ησυχία του, και διάβασε το γράμμα στις δούλες ,ενω ο χέλης έφερνε σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του.Ο παππούς καθώς διάβαζε το γράμμα και έβλεπε τα λόγια του εγγονού του Βάνκα,η νοσταλγία είχε κτήσει ένα τείχος γύρω από την καρδιά του έτσι ώστε η χαρά που του πρόσφερε αυτό το γίνονταν αμέσως χίλια κομμάτια,όπως ο εχθρός που έρχετε για να εισβάλλει στο κάστρο και τελικά,μετά από έναν μεγάλο πόλεμο μίσους,υποχωρεί.Οι δούλες συμβούλεψαν τον παππού να πάρει τον καημένο τον εγγονό του από εκεί που υπέφερε πάρα πολύ .Ο παππούς θέλωντας να κάνει πράξη αυτή την συμβουλή και βέβαια αυτό που ήθελε και ο ίδιος του, ξεκίνησε για τη Μόσχα με μια ξύλινη και κατακερματισμένη άμαξα.Στον δρόμο η άμαξα χάλασε κι έτσι ο παππούς αναγκάστηκε να συνεχίσει με τα πόδια ως τη Μόσχα.Παρ'όλα αυτά ήταν πολύ τυχερός γιατί καθώς περπατούσε στον χωμάτινο δρόμο,ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου τον έκανε να γυρίσει πίσω και να δει ένα μαύρο αυτοκίνητο του 1990,τότε που για πρώτη φορά εφευρέθηκαν τα αυτοκίνητα.Για μια ακόμη φορά στάθηκε τυχερός καθώς το αμάξι σταμάτησε και μέσα σ'αυτό ένας καλοντυμένος άντρας με κοστούμι καλοκοίταξε τον παππού, έναν ρακένδυτο γέρο άνδρα,και του είπε:
    -Μήπως μπορώ να σας βοηθήσω κάπως;Εγώ πηγαίνω στη Μόσχα θα ήθελες να έρθεις μαζί μου;
    Ο παππούς δέχτηκε να παει μαζί του και σε τρείς ώρες έφτασε στη Μόσχα.έκεί έκανε πολύ κρύο το χιόνι σκέπαζε τα δέντρα ενω παράλληλα ο δρόμος ήταν γεμάτος πάγο.Ο οδηγός του αυτοκινήτου άφησε τον παππού σε μια πλατεία και του ευχήθηκε καλή συνέχεια. Αφού ο παππούς ρώτησε μερικούς περαστικούς για την οδό που έψαχνε, την βρήκε!Βρήκε τον πολυαγαπημένο του εγγονό τον Βάνκα και μαζί τελικά γύρισαν στο χωριό στο σπίτι που έμενε ο παππούς που ήταν γεμάτο από θαλπωρή και ευτυχία.


    Ψούνου Ευαγγελία Α'2

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  20. Συνέχεια του διηγήματος Ο Βάνκας :

    Ο Βάνκας αισθάνθηκε ένα απαλό χέρι να του χαϊδεύει
    τα μαλλιά. Άνοιξε τα μάτια του και τι βλέπει ; Βρισκόταν
    στην άμαξα του αφέντη που κατευθυνόταν για το
    χωριό μαζί με τον παππού και την κυρία Ιγκνατιεβνά.
    « Παππού » φώναξε, «σε ευχαριστώ που με άκουσες
    παππού, σε ευχαριστώ που ήρθες » είπε και έπεσε στην
    αγκαλιά του εξηνταπεντάχρονου. Το βλέμμα του ύστερα
    έπεσε στην κυρία. Ντροπαλός αλλά και χαρούμενος που
    ήταν κοντά του σφίχτηκε πιο πολύ στην αγκαλιά του
    παππού του. « Πάρε Βάνκα » είπε η κυρία « φάε, φαίνεσαι
    πεινασμένος », είπε και του έδωσε ένα μεγάλο κομμάτι
    ψωμί και ένα πιάτο ζεστή ψαρόσουπα. Ο Βάνκας έπεσε με
    τα μούτρα στο φαί.
    Αφού έφτασαν στο σπίτι του αφέντη, ο Βάνκας χαιρέτισε
    τις δούλες, έπαιξε με τα σκυλιά και την επόμενη ξεκίνησε
    δουλειά. Βοηθούσε τον παππού στις δουλειές, τις δούλες
    στο σιγύρισμα και τον τσοπάνη στην Φιέτκα. Το βράδυ
    λίγο πριν κλείσει τα μάτια του ευχαρίστησε το Θεό για
    όλα τα καλά πού του πρόσφερε και εξουθενωμένος μα και
    χαρούμενος αποκοιμήθηκε.

    ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΣΕΚΕΡΙΔΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή